23 του μήνα.
Πρώτοςπελάτης, 8:30 το πρωί.
Η κυρία Ελένη με συνταγές για φάρμακατου γιου της (μουσικός, άνεργος, με δύο παιδιά).
Η ίδια συνταξιούχος του Δημοσίου μεσύνταξη 1.000 ευρώ.
Αφαιρούμε το ενοίκιο 500, μένουν 500. Τα300 τα δίνει στον γιο της και ζει με 200 ευρώ τον μήνα. Δεν είχε 18 ευρώ για τησυμμετοχή.
«Δεν πειράζει», της λέω, «όταν πάρετε τησύνταξη μου τα δίνετε. Με χιλιοευχαρίστησε».
Δεύτεροςπελάτης. Χτυπάει το τηλέφωνο.
- Κυρία Ρένα.
- Ορίστε κύριε Γιώργο.
- Θέλω να σας παρακαλέσω κάτι.
- Πείτε μου.
- Μπορώ να πάρω τα ψυχοφάρμακα τηςγυναίκας μου και να σας τα πληρώσω όταν πάρω τη σύνταξη;
- Εντάξει.
Κλαίγοντας με αναφιλητά μου λέει:
«Έχασατο παιδί μου (σκοτώθηκε 25 χρονών) και το κράτος με κάνει και χάνω τηναξιοπρέπειά μου.»
Τρίτοςπελάτης
«Μία κρέμα και χάπια για τα πόδια μου.Υποφέρω από φλεβίτιδα, κυρία Ρένα. Αισθάνομαι να βράζουν τα πόδια μου. Δεν έχωλεφτά να τα πληρώσω αλλά, αν δεν τα πάρω, αύριο δεν θα μπορώ να καθαρίσωσπίτια. Η κόρη μου, με δυο παιδιά, είναι χωρισμένη και άνεργη και εγώ τησυντηρώ.
Τώρα πρέπει να πάω στο σούπερ μάρκετ ναπάρω γάλα για τα εγγόνια μου. Σας υπόσχομαι ότι μόλις πάρω στις 30 του μηνός τησύνταξη θα σας φέρω τα χρήματα».
Τιπεριμένουμε; Ως πότε θα τρώμε σφαλιάρες. Αυτή ησιωπή, αυτή η υποδούλωση με τρελαίνει.
Η δουλειά μας έγινε μια μιζέρια. Γεμάτηάγχος, αγωνία για τις υποχρεώσεις μας, με το κράτος έτοιμο να μας κατασπαράξειχωρίς έλεος.
Φόροι, φόροι, φόροι. Και όλα αυτά σε ένααπύθμενο πηγάδι χωρίς πάτο.
Δεν μας λένε πότε θα τελειώσει τομαρτύριό μας, εάν έχει τέλος.
Χτύπησαν αλύπητα και σπάσανε τη ραχοκοκαλιάτης κοινωνίας, και τώρα τρώνε τις σάρκες μας.
Ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν τις τύχεςμας; Με ποιο δικαίωμα μας εξοντώνουν; Ζούμε με κρίσεις πανικού.
Στείλανε τους φαρμακοποιούς στο στόματου λύκου (τις τράπεζες - factoring).Και δώσ’ του τόκους. Η θηλιά έσφιξε από τους προμηθευτές που γίνανε αφέντες,που μας κάνανε να παρακαλάμε για ένα φάρμακο, και μας τελείωσαν με τη στάσηπληρωμών.
Τώρα πώς θα τους βασανίσουμε λίγο ακόμη;
Αφαιρώνταςύλη.
Καλλυντικά, γάλατα, ΜΗΣΥΦΑ.
Να τους δώσουμε τα ΦΥΚ για να μπαίνουμεμέσα και άλλο.
Απορούνε πώς ακόμη είμαστε ζωντανοί. «Έχουναπέραντες αντοχές αυτοί οι φαρμακοποιοί» θα λένε. Και εμείς καθόμαστε σε μιαγωνιά περιμένοντας το τελειωτικό χτύπημα.
Δούλεψα πολλά χρόνια σκληρά, στερώνταςτα παιδιά μου από την παρουσία μου. Σκέφτηκα, «τουλάχιστον θα ζήσω φεύγονταςκαλά. Και δεν θα έχω ανάγκη κανέναν».
Έλα που κι αυτό μας το στερήσανε.
Δούλεψες τίμια; Δεν έχεις δικαίωμα νααπολαύσεις αυτά που με κόπο απέκτησες.
Σε ποιο κράτος του κόσμου πληρώνειςφόρους για λεφτά που δεν έχεις εισπράξει;
Αυτή είναι σήμερα η Ελλάδα.
Δοξάστε την!